ελικτός

ελικτός
η , όν винтовой, витой, спиральный;

ελικτή κλίμαξ — винтовая лестница


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ελικτός" в других словарях:

  • ἑλικτός — rolled masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελικτός — ή, ό (ΑΜ ἑλικτός, ή, όν Α και εἱλικτός, ή, όν) 1. στριφτός, στριφογυριστός 2. περίπλοκος, σκοτεινός, ασαφής αρχ. (για χορευτή) αυτός που κάνει στροφές …   Dictionary of Greek

  • ἑλικτά — ἑλικτός rolled neut nom/voc/acc pl ἑλικτά̱ , ἑλικτός rolled fem nom/voc/acc dual ἑλικτά̱ , ἑλικτός rolled fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑλικτῶν — ἑλικτός rolled fem gen pl ἑλικτός rolled masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑλικτόν — ἑλικτός rolled masc acc sg ἑλικτός rolled neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑλικταῖς — ἑλικτός rolled fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑλικτοῖς — ἑλικτός rolled masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑλικτοί — ἑλικτός rolled masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑλικτούς — ἑλικτός rolled masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑλικτή — ἑλικτός rolled fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑλικτήν — ἑλικτός rolled fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»